χῶνον

English (LSJ)

τό, contr. for χόανον, = χώνη, χοάνη.

Greek (Liddell-Scott)

χῶνον: τό, χῶνος, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ χόανον, χόανος, = χώνη, χοάνη.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. χόανον.

German (Pape)

τό, = χῶνος.