τό, contr. for χόανον, = χώνη, χοάνη.
χῶνον: τό, χῶνος, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ χόανον, χόανος, = χώνη, χοάνη.
τὸ, Αβλ. χόανον.
τό, = χῶνος.