χῶνος

English (LSJ)

ὁ, contr. for χόανον, χόανος,
A = χώνη, χοάνη.
χῶνος· βουνός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1386] ὁ, zsgz., = χόανος, χόανον, = χώνη, χοάνη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. χόανος.

Frisk Etymology German

χῶνος: χώνη = χόανος, -άνη
{khō̃nos}
See also: s. χέω.
Page 2,1125