ψαίνυσμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1389] τό, nach Hesych. ein Stückchen, ὀλίγον.
Greek (Liddell-Scott)
ψαίνυσμα: «ὀλίγον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ύσματος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. ψαι-νύ-ω (πρβλ. ψαινύντες) + κατάλ. -μα].