ψαμμόγεως

English (LSJ)

ων, with a sandy soil, Hdn.Epim.208.

German (Pape)

[Seite 1391] mit sandigem Erdreich, Boden, Hdn. Epimer. p. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμόγεως: -ων, ὁ ἔχων ἀμμώδη γῆν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 208.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει αμμώδες έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + -γεως (βλ. λ. γη), πρβλ. χρυσόγεως].