ψαροκόκαλο

Greek Monolingual

το, Ν
1. αγκάθι ψαριού, ψαραγκάθι
2. (γενικά) ραχοκοκαλιά ψαριού
3. μτφ. είδος βελονιάς ή είδος ύφανσης που μοιάζει με σκελετό ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόκκαλο].