ψευδαίσθηση

Greek Monolingual

και τ. ψευδαισθησία, η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) αντίληψη χωρίς αντικείμενο, δηλαδή χωρίς κατάλληλο αισθητηριακό ερέθισμα, με χαρακτήρα πραγματικότητας για το άτομο που τήν σχηματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + αίσθηση + κατάλ. -ία. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδαίσθησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ. Αποστολίδη].