ψευδοκάρπασος

English (LSJ)

ὁ, = κάχρυ, Ps.-Dsc.3.74.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κάχρυ, κυψελώδης καρπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κάρπασος].