κάχρυ

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάχρυ Medium diacritics: κάχρυ Low diacritics: κάχρυ Capitals: ΚΑΧΡΥ
Transliteration A: káchry Transliteration B: kachry Transliteration C: kachry Beta Code: ka/xru

English (LSJ)

v. κάχρυς II.

Greek Monolingual

κάχρυ, τὸ (Α)
1. ο κυψελώδης καρπός του δεντρολίβανου
2. το δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχρυς].