ψευδολογώ

Greek Monolingual

ψευδολογῶ, -έω, ΝΜΑ και ψευδηλογῶ Α ψευδολόγος
ψεύδομαι, λέω ψέματα, δίνω εσφαλμένες πληροφορίες ή διαδίδω ανυπόστατες φήμες.