ψευδολόγος
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
(parox.), ον, speaking falsely, lying, Ar.Ra.1521 (anap.); ὁ ψ. Plb. 31.22.9, cf. Phld.Po.5.14, Gal.Anim.Pass.2.2, etc.; εἰκαίης ψευδολόγοι σοφίης = false scholars of empty wisdom AP 9.80 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1394] falsch redend, lügend; Ar. Ran. 1517; εἰκαίης σοφίης Leon. Al. 3 (IX, 80); Pol. 32, 8,9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle faussement, menteur.
Étymologie: ψευδής, λόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδολόγος -ον [ψευδής, λέγω] leugens verkondigend; subst. leugenaar. NT.
Russian (Dvoretsky)
ψευδολόγος: ὁ лжец, лгун Arph., Polyb.: ψευδολόγοι σοφίης Anth. лжеучители мудрости.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδολόγος: -ον, ὁ ψευδὴ λέγων, ψευδόμενος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1521, Πολύβ. 32. 8, 9, κτλ.· ψ. σοφίης Ἀνθ. Παλατ. 9. 80.
English (Strong)
from ψευδής and λέγω; mendacious, i.e. promulgating erroneous Christian doctrine: speaking lies.
English (Thayer)
ψευδολογον (ψευδής and λεγο), speaking (teaching) falsely, speaking lies: Aristophanes ran. 1521; Polybius, Lucian, Aesop, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ψευδηλόγος Α
αυτός που λέει ψέματα, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια, ψεύτης.
επίρρ...
ψευδολόγως, Μ
με ψέματα, με ψευτιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -λόγος].
Greek Monotonic
ψευδολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει ψευδώς, αυτός που λέει ψέμματα, ψεύτης, σε Αριστοφ., Ανθ.
Middle Liddell
ψευδο-λόγος, ον, λέγω
speaking falsely, Ar., Anth.
Chinese
原文音譯:yeudolÒgoj 普修拖-羅哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:假-放置(說)
字義溯源:說謊的,說謊者;由(ψευδής)=不真實)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成,而 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)*=撒謊)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 說謊的(1) 提前4:2