ψευδοπλάστης

English (LSJ)

ψευδοπλάστου, ὁ, forger of lies, Sch.Ar.Nu.445.

German (Pape)

[Seite 1395] ὁ, der Lügenschmied, Schol. Ar. Nub. 485.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάττων ψεύδη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 445.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πλάστης ψευδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χαλκοπλάστης.