ψευτοχριστιανός

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψευτοχριστιανή, Ν
άτομο που υποκρίνεται τον καλό χριστιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- του ψεύτης + χριστιανός].