ψεύδορκος

English (LSJ)

ψεύδορκον, = ψευδόρκιος (perjured, forsworn), E.Med. 1392 (anap.), Ps.-Phoc. 17 ; Sup., Ph. 1.412.

German (Pape)

[Seite 1395] falsch schwörend, meineidig, Eur. Med. 1392.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψεύδορκος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.

Russian (Dvoretsky)

ψεύδορκος:клятвопреступник Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ψεύδορκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Μήδ. 1392, Ψευδοφωκυλ. 15.

Greek Monolingual

-η, -ο / ψεύδορκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ὅρκος (πρβλ. ἐπίορκος)].

Greek Monotonic

ψεύδορκος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

ψεύδ-ορκος, ον, = ψευδόρκιος, Eur.]