τό, a little pebble, Iamb.Myst.3.17 (v.l. ψηφίδων gen. pl.).
ψηφίδιον: τό, μικρὰ ψῆφος, μικρὸν πετράδιον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
τὸ, Αυποκορ. τ. του ψήφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. στολίδιον)].