Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ψιθυριστός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν ψιθυρίζω 1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα 2.μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. επίρρ... ψιθυριστά Ν χαμηλόφωνα, μουρμουριστά.