ψιθυριστός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν ψιθυρίζω
1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα
2. μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός.
επίρρ...
ψιθυριστά Ν
χαμηλόφωνα, μουρμουριστά.