ψιλής

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, v. sub ψιλῆται.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργής)].

Russian (Dvoretsky)

ψῑλής: ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.