ἀργής
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, Ep. dat. and acc. ἀργέτι, ἀργέτα (v. infr.), gen.
A ἀργέος Nic.Al.305, and v.l. Th.856:—bright, glancing, mostly of vivid lightning, κεραυνός Il.8.133, Od.5.128, al., Ar.Av.1747; opp. ψολόεις κεραυνός, Arist.Mete.371a20; Ζεὺς ἀργής, i.e. fire, Emp.6.2; ἀργέτι αὐγῇ Id.21.4; φύσις Orph.H.10.10.
2 shining, white, of fat, ἀργέτι δημῷ Il.11.818; ἀργέτα δημόν 21.127; of a robe, ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ 3.419; ἀργῆτι μαλλῷ A.Eu.45, cf. S.Tr.675; ἀργὴς Κολωνός because of its chalky soil, Id.OC670 (lyr.): neut., ἀργῆτος ἐλαίου Nic. Th.105; ἀργῆτα κέλευθα Opp.C.2.140.—Poet. word, cf. Arist. l.c.
Spanish (DGE)
-ῆτος
• Morfología: [ép. gen. ἀργέος Nic.Al.305, Th.856; dat. ἀργέτι Il.11.818; ac. ἀργέτα Il.21.127, Dionysius 34.13]
1 centelleante, fulgurante κεραυνός Il.8.133, Od.5.128, Ar.Au.1747, Arist.Mete.371a20, Sch.A.Pr.359 (p.215 D.)
•Ζεὺς ἀργής del fuego, Emp.B 6.2, ἀργέτι ... αὐγῇ Emp.B 21.4, Φύσις invocada como diosa, Orph.H.19.17.
2 blanco de la grasa Il.11.818, 21.127, Dionysius l.c., de la ropa Il.3.419, μαλλός A.Eu.45, πέπλος S.Tr.675, ἀ. χιτών blanca túnica del huevo órfico, Orph.Fr.60, ἀργὴς Κολωνός por su suelo calizo, S.OC 670, ἀργῆτος ἐλαίου quizás aceite refinado Nic.Th.105, ἀργῆτα χαλινά Opp.C.2.140, πολίοιο μυοκτόνου ἀργέος ἄνθην Nic.Al.305, φλόμου ἀργέος ἄνθην Nic.Th.856.
• Etimología: Cf. 1 ἀργός.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
éclatant de blancheur, blanc, brillant.
Étymologie: cf. ἀργός¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργής: ῆτος, ὁ, ἡ: μετὰ διαφόρων Ἐπικ. τύπων, δοτ. καὶ αἰτ. ἀργέτι, ἀργέτα (ἴδε κατωτέρ.), ὡσαύτως Ἐπ. γεν. ἀργέος, Νικ. Ἀλεξιφ. 305, καὶ δ. γρ. Θηρ. 856˙ δοτ. πλ. ἀργήεσσι Ὀρφ. Ἀργ. 685 (ἴδε ἀργός): - λαμπρός, ὁ ἀπαστράπτων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζωηρᾶς ἀστραπῆς, Ἰλ. Θ. 133, Ὀδ. Ε. 128 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747˙ ἀντίθ. τῷ ψολόεις κεραυνός, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10. Ζεὺς ἀργής, ὅ ἐ. πῦρ, Ἐμπεδ. 160. 2) στίλβων, λευκός ἐπὶ στέατος, πάχους, ἀργέτι δημῷ Ἰλ. Λ. 818· ἀργέτα δημὸν Φ. 127· ἐπὶ ἱματίου, ἑανῷ ἀργῆτι χαεινῷ Γ. 419· ἀργῆτι μαλλῷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 45, πρβλ. Σοφ. Τρ. 675· τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, τὸν λευκόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις, «τὸν λευκόγεων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. Ο. Κ. 670· μετ’ οὐδετέρου, ἀργῆτος ἐλαίου Νικ. Θηρ. 105.
English (Autenrieth)
ῆτος (root ἀργ), dat. ἀργῆτι and ἀργέτι, acc. ἀργῆτα and ἀργέτα: dazzling white, glistening; epithet of lightning, linen, fat, Il. 8.133, Il. 3.419, Il. 11.818.
Greek Monolingual
ἀργής (-ῆτος), ο, η (Α)
1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός
2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ- του αργός (Ι) + επίθημα -ēt -, με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό απαντά σε ορισμένα επίθετα και ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται στην ποίηση ή είναι λέξεις της τεχνικής ορολογίας. Οι τ. της δοτ. ἀργέτι (αντί -ῆτι) και της αιτ. ἀργέτα (αντί -ῆτα), που απαντούν στον Όμηρο, οφείλονται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἀργής: -ῆτος, ὁ, ἡ, Επικ. δοτ. και αιτ. ἀργέτι, ἀργέτα· (ἀργός)·
1. λαμπρός, αστραφτερός, λέγεται για τη δυνατή αστραπή, σε Όμηρ.
2. γυαλιστερός, λευκός, λέγεται για το λίπος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ένδυμα, στο ίδ.
Frisk Etymological English
-ῆτος
Grammatical information: adj.
Meaning: brilliant white, gleaming (Il.).
Other forms: also -έτι, -έτα (Il.)
Derivatives: Poetical enlargement ἀργησ-τής ds. (B.), after ὠμηστής? (Schwyzer 500 n. 1; but s. Fraenkel Nom. ag. 1, 142f.). From here ἄργήεις, Dor. -άεις, contr. ἀργᾶς (Pi.).
Origin: IE [Indo-European] [64] *h₂erǵ- brilliant white
Etymology: Formation as γυμνής etc. (Chantr. Form. 267), to1. ἀργός. The ablaut -ητ-/-ετ- is of IE origin.
Middle Liddell
ἀργός
1. bright, glancing, of vivid lightning, Hom.
2. shining, white, of fat, Il.; of a robe, Il.
Frisk Etymology German
ἀργής: -ῆτος usw.,
{argḗs}
Meaning: ep. auch -έτι, -έτα, spätes fem. ἀργέτις blendend weiß, glänzend (poet. seit Il.).
Etymology: Poetische Erweiterung ἀργηστής ib. (B., A., Theok.), vielleicht nach ὠμηστής (Schwyzer 500 A. 1; anders Fraenkel Nom. ag. 1, 142f.). — Bildung wie γυμνής usw. (Chantraine Formation 267, Schwyzer 499) und zu 1. ἀργός glänzend (s. d.), ἀργεστής, ἀργεννός usw. gehörig, aber schwerlich direkt auf den σ-Stamm *ἄργος (vgl. auch ἐναργής, -οῦς) zurückzuführen.
Page 1,131
English (Woodhouse)
German (Pape)
ῆτος, weiß, glänzend, ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ Il. 3.419, ἀργῆτι κεραυνῷ Od. 5.128, 131, 7.249, 12.387, ἀργῆτα κεραυνόν Il. 8.133; verkürzt ἀργέτι δημῷ Il. 11.818 (v.l. ἠδ' οἰωνούς), ἀργέτα δημόν 21.127; vgl. Apollon. Lex. 42.28; – Ar. Av. 1747 ἀργῆτα κεραυνόν; vgl. über diesen Ausdruck Arist. Meteor. 3.1; μαλλόν Aesch. Eum. 45; οἰὸς πόκος, oder besser verbunden πέπλον, Soph. Tr. 672; Κολωνός O.C. 676, Schol. λευκόγεως, wegen seines weißlichen Kreidebodens; ἄνθος Nic. Th. 631. der auch Al. 305 den gen. ἄργεος hat; vom Wein, blinkend, Th. 551. Bei Empedocl. 27 ist Ζεὺς ἀργής das Feuerelement.