ψιλοκοσκινίζω

Greek Monolingual

Ν
1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινοψιλοκοσκινίζω το αλεύρι)
2. μτφ. λεπτολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κοσκινίζω.