λεπτολογώ
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
Greek Monolingual
-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) λεπτολόγος
εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος»)
μσν.
διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες, με ακρίβεια
αρχ.
μέσ. λεπτολογοῦμαι, -έομαι) εξετάζω κάτι σοφιστικά.