ψιχάρπαξ

English (LSJ)

ᾰγος, ὁ, (ψίξ) Crumb-filcher, name of a mouse in Batr.105.

German (Pape)

[Seite 1401] αγος, ὁ, Brosamenräuber, Bröseldieb, komischer Mäusename in der Batr.

Greek (Liddell-Scott)

ψῐχάρπαξ: ᾰγος, ὁ, (ψὶξ) ὁ ἁρπάζων τὰ ψιχία, ὄνομα μυὸς ἐν τῇ Βατραχ. 24, 27, 105, 141, 234.

Greek Monolingual

-αγος, ὁ, Α
(ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, -αγος].

Greek Monotonic

ψῑχάρπαξ: -ᾰγος, ὁ (ψίξ), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ψῑχ-άρπαξ, ᾰγος, ψίξ, crumb-filcher, crumbfilcher, name of a mouse in Batr.