ψυγεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, cooler, = ψυκτήρ 1, Alex.64, Euphro 3.

German (Pape)

[Seite 1402] ὁ, der Abkühler, Euphro com. bei Ath. XI, 503 a.

Greek (Liddell-Scott)

ψυγεύς: έως, ὁ, = ψυκτήρ, «Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα» Ἀθήν. 502D· «τοὺς δ’ Ἀττικοὺς καὶ κωμῳδεῖν τὸν ψυγέα ὡς ξενικὸν ὄνομα, Εὔφρων ἐν Ἀποδιδούσῃ, ἐπάν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὴν ψυκτηρίαν ... τὶ δεῖ ποιεῖν;» παρὰ τῷ αυτῷ 503Α.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αγγείο ψύξης του κρασιού, ψυκτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του αορ. ἐψύγην του ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» + επίθημα -εύς (πρβλ. σφαγεύς)].