ψυχοπαραδίνω

Greek Monolingual

Ν
(αμτβ.) βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, είμαι έτοιμος να παραδώσω το πνεύμα μου, να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παραδίνω].