ψυχοσωματικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως, καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychosomatique (< ψυχή + σώμα + κατάλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].