ψυχρότητα

Greek Monolingual

η / ψυχρότης, -ητος, ΝΜΑ ψυχρός
1. η ιδιότητα του ψυχρού
2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης
νεοελλ.
1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα»)
2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου»
(μετεωρ.) μέτρο της ψυκτικής δράσης του αέρα στο γυμνό ανθρώπινο δέρμα σε σχέση με τη θερμοκρασία και την ταχύτητά του
αρχ.
1. παγετός
2. έλλειψη ζήλου, νωθρότητα («ἡ πρὸ τῆς μάχης Φαβίου δειλία καὶ ψυχρότης», Πλούτ.)
3. ψυχρολογία.