ψωμάκι

Greek Monolingual

το, Ν ψωμί
υποκορ.
1. μικρό ψωμί
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) άρτος, ψωμί
3. ο καρπός της μολόχας
4. στον πληθ. τα ψωμάκια
α) (συν. σχετικά με γυναίκα) υπερτροφικοί γοφοί
β) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο πλατιές πέτρες ρίχνονται οριζόντια στην επιφάνεια της θάλασσας
5. φρ. «είπε [ή θα πει] το ψωμί ψωμάκι» — πέρασε [ή θα περάσει] μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, μεγάλη φτώχεια.