ψωράω

English (LSJ)

= ψωριάω, Pl.Grg. 494c: ψωρᾶν Ἀττικοί, ψωριᾶν Ἕλληνες prob. in Moer. p.419P.

German (Pape)

[Seite 1406] = ψωριάω, nach Phot. u. Moeris die bessere Form, so Plat. Gorg. 494 c, als Lesart der mss.; vgl. Lob. Phryn. p. 80.

French (Bailly abrégé)

ψωρῶ :
c. ψωριάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωράω [ψώρα] schurft hebben.

Russian (Dvoretsky)

ψωράω: страдать кожной болезнью Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ψωράω: ψωριάω, Πλάτ. Γοργ. 494C· ὅπερ σημειοῦται ὡς Ἀττ. ὑπὸ τοῦ Μοίριδος 419.

Greek Monotonic

ψωράω: ή ψωριάω, έχω, πάσχω από ψώρα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ψωράω,
to have the itch, scab, or mange, Plat.