ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.
(I)ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.
(II)ὁ, Α(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.
ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.