ωμοδακής

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δακής (< δάκος τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτοδακής].