η / ὡραιότης, -ητος, ΝΜΑ ωραίοςη ιδιότητα του ωραίου, κάλλος, ομορφιάαρχ.1. (για πράγμ.) καλή ποιότητα («τῇ ὡραιότητι τοῦ οἴνου διελέσθαι σκῡλα», ΠΔ)2. η ωριμότητα τών καρπών του έτους.