ωραιότητα

Greek Monolingual

η / ὡραιότης, -ητος, ΝΜΑ ωραίος
η ιδιότητα του ωραίου, κάλλος, ομορφιά
αρχ.
1. (για πράγμ.) καλή ποιότητα («τῇ ὡραιότητι τοῦ οἴνου διελέσθαι σκῡλα», ΠΔ)
2. η ωριμότητα τών καρπών του έτους.