Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ωριμότητα
Greek Monolingual
η / ὡριμότης, -ότητος, ΝΜΑ ώριμος (για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ώριμου, το μέστωμα νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.