ωροθέτης

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο κυβερνήτης τών χρόνων και καιρών
αρχ.
ωροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ταξιθέτης.