ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν1. αυτός που ταξινομεί κάτι2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειοθέτης.