ωσμοσκόπιο

Greek Monolingual

και ωσμωσκόπιο και εσφ. τ. οσμοσκόπιο, το, Ν
ωσμόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός / ώσμ-ωση + -σκόπιο].