ωσμόμετρο
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Greek Monolingual
και ωσμώμετρο και εσφ. τ. οσμόμετρο, το, Ν
χημ. διάταξη για τη μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης ανάμεσα σε ένα διάλυμα και στον αντίστοιχο διαλύτη, με ταυτόχρονο προσδιορισμό τών μοριακών βαρών τών συστατικών του διαλύματος (α. «δυναμικό ωσμόμετρο» β. «στατικό ωσμόμετρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμ-ός / ώσμωση + -μέτρο. Ο τ. οσμόμετρο είναι εσφαλμένος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. osmometre].