οσμοσκόπιο
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
(I)
το
οσμόμετρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmoscope < οσμή + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στηθοσκόπιο].
(II)
το
βλ. ωσμοσκόπιο.