-α, -ο, Ν1. ωτικός («ωτιαίοι μύες»)2. φρ. «ωτιαία σάλπιγγα»ανατ. η ευσταχειανή σάλπιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. νωτιαίος)].