όλυνθος

Greek Monolingual

ὄλυνθος, ὁ (Α)
1. εδώδιμος καρπός της άγριας συκιάς
2. άγουρο σύκο το οποίο εκφύεται κάτω από τα φύλλα κατά τη διάρκεια του χειμώνα
3. ορνιός, ερινεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄλυνθος, όπως και ο παράλληλος τ. ὄλονθος, πρέπει να είναι τεχνικοί όροι του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος με επίθημα -νθος (πρβλ. Ζάκυνθος) και σημ. παράλληλη με εκείνην του ἐρινεός. Οι τ. ὄλυνθος / ὄλονθος εμφανίζονται και στα σύνθ. μηλολόνθη και οδόλυνθος].