ἐρινεός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῑνεός Medium diacritics: ἐρινεός Low diacritics: ερινεός Capitals: ΕΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: erineós Transliteration B: erineos Transliteration C: erineos Beta Code: e)rineo/s

English (LSJ)

ὁ,
A wild fig tree, Ficus caprificus, Il.6.433, al., Hes.Fr.160, Arist.HA557b25, Thphr.HP2.2.4; Att. ἐρινεώς Lync. ap. Ath.3.75d; ἐρινεὼν ἕνα χαλκωτόν BCH35.16 (Delos).
2 = ἐρινεόν, Arist.HA557b25, Dsc.1.128.
3 = ἔρινος, v.l. in Diocl.Fr.149 (=Sch.Nic.Th.647).
II Adj. ἐρινεός, ἐρινεά, ἐρινεόν, contr. ἐρῑνοῦς, ἐρινῆ, ἐρινοῦν, of the wild fig tree, ἐρινεὸν σῦκον, = ἐρινεόν, Arist.HA554a15; ἐρινῶν σύκων Ath.3.76c (quoting ἐρινοῖς fr. Epich. 128); κράδαις ἐριναῖς E.Fr.679.

German (Pape)

[Seite 1029] ὁ (vgl. ἐρινεώς), der wilde Feigenbaum, Hom. u. Folgde. Bei Strab. auch = Vorigem.

French (Bailly abrégé)

εοῦ (ὁ) :
figuier sauvage, plante.
Étymologie: DELG ἔριφος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῑνεός:
I
1 дикая фига (плод) Hom.;
2 дикая смоковница (Ficus carica silvestris) Hes., Arst., Plut.
ἐρῐνεός: II стяж. ἐρινοῦς 3 (о фиге) дикий (σῦκον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑνεός: ὁ, ἡ ἀγριοσυκῆ, κοινῶς «ὀρνεὸς» ἢ «ὀρνιά», ficus caprificus, λαὸν δὲ στῆσαν παρ’ ἐρινεὸν Ἰλ. Ζ. 433, Λ. 167, κ. ἀλλ… Ἡσίοδ. παρὰ Στράβ. 643, Ἐπίχ. 85 Ahr., Θεόκρ.· Ἀττ. ἐρίνεως (οὐχὶ ἐρινεὼς Χοιροβοσκ. 261 Gaisf.), Ἀθήν. 75D· πρβλ. ἐρινός. 2) = ἐρινεόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐρινεός, ά, όν, συνῃρ. οῦς, ᾶ, οῦν, ὁ ἐκ τῆς ἀγριοσυκῆς, ἐρινεὸν σῦκον, = ἐρινεόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 9., 32, 6· γεν. πληθ., ἐρινῶν συκῶν Ἀθήν. 76C· κράδαις ἐριναῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 680 (Ἀθήν. 76C).

Spanish

cabrahigo

Greek Monolingual

ἐρίνεος, -α, -ον (AM
Α ιων. τ. και εἰρίνεος, -η, -ον και ἔρινος, -η, -ον) έριον
μάλλινος, από μαλλί («εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύνει» — φορεί μάλλινο χιτώνα, Ηρόδ.).
(I)
και ερινός και ορν(ι)ός, ο (AM ἐρινεός και ἐρινειός και ἐρινός
Α αττ. τ. ἐρινεώς)
1. η αγριοσυκιά
2. το αγριόσυκο, το ερινεόν
νεοελλ.
βοτ. συκιά με ερμαφρόδιτα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. (πρβλ. συκή), αλλά το διαλεκτικό (μεσσην.) τράγος «ερίνεος» και η αντίστοιχη λατ. λ. caprificus, θα δικαιολογούσαν προέλευση της λ. από έναν παλαιότερο τ. με τη σημασία «τράγος». Ο τ. ερινός < ερινεός κατά το αδελφός < αδελφεύς].
(II)
ἐρινεός, -ά, -όν και συνηρ. ἐρινοῦς, -ῆ, -οῦν (Α) [[[ερινεός]] (I)]
αυτός που ανήκει στην αγριοσυκιά ή προέρχεται από αυτήν («ἐρινεὸν σῡκον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δε νεοελλ. τ. ορν(ι)ός < ερνιός, με τροπή του ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ- < ερινεός, με συνίζηση του -ε- και σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι-].

Greek Monotonic

ἐρῑνεός: ὁ, αγριοσυκιά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: wild fig tree, Ficus caprificus (Il., Hes., Arist.), (opposite συκῆ; cf. Strömberg Theophrastea 166 n. 1).
Other forms: ἐρινός m. (Stratt., Theoc., Delos etc.; cf. ἀδελφεός: -φός), Att. also ἐρινεώς (Delos, Com.; after other tree-names in -εώς; Wackernagel Akzent 32 n. 1 = Kl. Schr. 2, 1101 n. 1)
Dialectal forms: Myc. erinowo, woto.
Derivatives: ἐρινεόν, -νόν wild fig (Com., Arist., Thphr.); to ἐριν(ε)ός: -ν(ε)όν Wackernagel Syntax 2, 17, Schwyzer-Debrunner 30; ἐρινάς f. = ἐρινεός (Nic.; like κοτινάς a. o.; Chantraine Formation 353); adjective ἐρίνεος, -νοῦς belonging to a fig tree (Epich., E.), ἐρινεώδης full of fig trees (Str.); denomin. verb ἐρινάζω caprificate (?, see LSJ) with ἐρινασμός (Thphr.); hang branches of wild fig near the cultivated one so that insects will bring over pollen(s) (see Thpr. s.v. ψήν; Perpillou RPh 71 (1997) 160, who adds: "le figuier sauvage serait alors le figuier-bouc, fécondateur considéré le mâpe de l'espèce" which is hardly understandable as an etymol.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Uncertain. Recalling Messen. (Paus. 4, 20, 2) τράγος = ἐρινεός and Lat. caprifīcus, Prellwitz BB 22, 284f. wants to start from an old word for he-goat, which is found (also) in ἔριφος, s. v. Acc. to Chantraine Formation 203 and Schwyzer 491 however Pre-Greek (who compares κότινος wild olive; cf. also ὄλυνθος wild fig).

Middle Liddell

ἐρῑνεός, ὁ,
the wild fig-tree, Il., Theocr.

Frisk Etymology German

ἐρινεός: (Il., Hes., Arist., Thphr. u. a.),
{erīneós}
Forms: ἐρινός m. (Stratt., Theok., Delos usw.; vgl. ἀδελφεός: -φός), att. auch ἐρινεώς (Delos, Kom.; nach anderen Baumnamen auf -εώς; Wackernagel Akzent 32 A. 1 = Kl. Schr. 2, 1101 A. 1)
Grammar: m.
Meaning: wilder Feigenbaum, Ficus caprificus (Gegensatz συκῆ; vgl. Strömberg Theophrastea 166 A. 1).
Derivative: Davon ἐρινεόν, -νόν wilde Feige (Kom., Arist., Thphr., Pap. u. a.); zu ἐριν(ε)ός: -ν(ε)όν Wackernagel Syntax 2, 17, Schwyzer-Debrunner 30; ἐρινάς f. = ἐρινεός (Nik.; wie κοτινάς u. a.; Chantraine Formation 353); Adjektiv ἐρίνεος, -νοῦς zum Feigenbaum gehörig (Epich., E., Arist.), ἐρινεώδης voll von Feigenbäumen (Str.); denominatives Verb ἐρινάζω ‘kaprifizieren mit ἐρινασμός (Thphr.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. An messen. (Paus. 4, 20, 2) τράγος = ἐρινεός und lat. caprifīcus erinnernd, will Prellwitz BB 22, 284f. ansprechend von einem alten Wort für Bock ausgehen, das auch in ἔριφος vorliegt, s. d. Nach Chantraine Formation 203 und Schwyzer 491 dagegen Fremdwort.
Page 1,558-559

Léxico de magia

ὁ bot. cabrahigo ἧκέ μοι, ὁ ἅγιος ὠρίων, ... ὁ γονὰς ἱεὶς ἐπὶ τὸ ἱερὸν ἐρινεὸν τῆς Ἡλιουπόλεως διηνεκέως ven a mí, sagrado Orión, el que arroja simiente sobre el sagrado cabrahigo de Heliópolis sin interrupción P I 35