изворотливый
Russian > Greek
εὑρεσίλογος, εὑρησιεπής, εὔτροπος, στρεβλός, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐτράπελος, πολύτροπος, ποικίλος, ἀγκυλομήτης
εὑρεσίλογος, εὑρησιεπής, εὔτροπος, στρεβλός, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐτράπελος, πολύτροπος, ποικίλος, ἀγκυλομήτης