оберегать
Russian > Greek
σώζω, ἐξαιρέω, παρατηρέω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, βλέπω, ἀπαλέξω, τηρέω, συνδιαφυλάσσω, συνδιαφυλάττω, συντηρέω, διατηρέω, στέγω, ἐφοράω
σώζω, ἐξαιρέω, παρατηρέω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, βλέπω, ἀπαλέξω, τηρέω, συνδιαφυλάσσω, συνδιαφυλάττω, συντηρέω, διατηρέω, στέγω, ἐφοράω