очищение
Russian > Greek
ἅγος, καθαρμός, ἀποκάθαρσις, εὐλυσία, ἁγιασμός, ἔκθυσις, ἅγνισμα, κάθαρσις, καθαρμός, καθαρισμός, περικαθαρμός, διακάθαρσις, ἁγνεία
ἅγος, καθαρμός, ἀποκάθαρσις, εὐλυσία, ἁγιασμός, ἔκθυσις, ἅγνισμα, κάθαρσις, καθαρμός, καθαρισμός, περικαθαρμός, διακάθαρσις, ἁγνεία