притворный
Russian > Greek
εὐσχήμων, ὕπουλος, ὑδαρής, πλαστός, ἐπίπλαστος, παρέγγραπτος, ὑπόβλητος, κίβδηλος, κίβδαλος, ὑποβολιμαῖος, προσποιητός, προσποίητος, ὑπόχαλκος
εὐσχήμων, ὕπουλος, ὑδαρής, πλαστός, ἐπίπλαστος, παρέγγραπτος, ὑπόβλητος, κίβδηλος, κίβδαλος, ὑποβολιμαῖος, προσποιητός, προσποίητος, ὑπόχαλκος