ὑποβολιμαῖος
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ὑποβολιμαία, ὑποβολιμαῖον,
A (ὑποβολή 1.2) brought in by stealth, supposititious, of children, Pl.R. 537e, Plb.2.55.9; τὰ ὑποβολιμαῖα (sc. τέκνα) Hdt.1.137, etc.; ὑ. ποιεῖ τοὺς ἑαυτοῦ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ Arist.HA618a28: Ὑποβολιμαῖος, name of plays by Cratinus Jun., Alexis, and others.
2 metaph., ὑποβολιμαία σύνεσις Com.Adesp.345; εὔνοια Plu.2.3c; κάλλος Sch.B Il.14.170.
German (Pape)
[Seite 1212] untergeschoben, unächt, bes. von Kindern, = νόθος, Plat. Rep. VII, 537 e; τὰ ὑποβολιμαῖα, sc. τέκνα, Her. 1, 137; Pol. 2, 55, 9; Luc. Mort. D. 16, 2 u. öfter, u. a. Sp.; übh. verfälscht, nachgemacht.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
supposé (enfant).
Étymologie: ὑποβολή.
Russian (Dvoretsky)
ὑποβολῐμαῖος: 3
1 подкинутый, незаконнорожденный (γένος Polyb.): τὰ ὑποβολιμαῖα (τέκνα) Her. подкидыши;
2 поддельный, деланный, притворный (εὔνοια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβολιμαῖος: -α, -ον, (ὑποβολὴ Ι. 2) ὁ κρυφίως ὑποβαλλόμενος εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, οὐχὶ γνήσιος, ἐπὶ τέκνων, ὡς τὸ νόθος, Πλάτ. Πολ. 537Ε, Πολύβ. 2. 55, 9· τὰ ὑποβολιμαῖα (ἐξυπακ. τέκνα) Ἡρόδ. 1. 137, κλπ.· ὑπ. ποιεῖ τοὺς ἑαυτοῦ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 9. 29, 3· Ὑποβολιμαῖος, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρατίνου· -μεταφορ., ὑπ. σύνεσις Κωμικ. Ἀνών. 360· εὔνοια Πλούτ. 2. 3D· κάλλος Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 170. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποβολιμαῖον· οὐ γνήσιον, ἀλλὰ νόθον, ὑποβαλλόμενον, ὡς ἀπὸ τῶν χαμαιριφῶν παιδίων, ἅπερ ἑαυταῖς ὑποβάλλουσιν αἱ γυναῖκες».
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποβολιμαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» — σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του
β. «ὑποβολιμαίους ποιεῖ τοὺς ἑαυτοῦ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με υπόδειξη ή με εισήγηση άλλου, που δεν προέρχεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά έχει υποβληθεί από άλλον («υποβολιμαία κρίση»)
2. αυτός που προτείνεται ή εισάγεται με ορισμένη σκοπιμότητα ή με δόλιο τρόπο («υποβολιμαία τροπολογία στο φορολογικό νομοσχέδιο»)
αρχ.
1. μτφ. επίπλαστος, προσποιητός («ὑποβολιμαία εὔνοια», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ ὑποβολιμαῖα- τα νόθα τέκνα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολή + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαίος)].
Greek Monotonic
ὑποβολιμαῖος: -α, -ον (ὑποβολή I. 2), αυτός που υποκαθίσταται από, ο κρυφά τοποθετημένος, λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑποβολιμαῖος, η, ον ὑποβολή I. 2]
substituted by stealth, supposititious, of children, Hdt., Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=νόθος). Ἀπό τό ὑποβάλλομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.