уравновешенный
Russian > Greek
σωφρονικός, εὔτακτος, ἀπερίσπαστος, θεμερῶπις, εὐόργητος, θέμερος, καταστηματικός, κατεσταλμένος, εὐσταθής, ἐϋσταθής
σωφρονικός, εὔτακτος, ἀπερίσπαστος, θεμερῶπις, εὐόργητος, θέμερος, καταστηματικός, κατεσταλμένος, εὐσταθής, ἐϋσταθής