εὔτακτος

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτακτος Medium diacritics: εὔτακτος Low diacritics: εύτακτος Capitals: ΕΥΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eútaktos Transliteration B: eutaktos Transliteration C: eytaktos Beta Code: eu)/taktos

English (LSJ)

εὔτακτον, (τάσσω)
A well-ordered, orderly, πόλις Ar.Av.829; σιωπή Posidon.24J.; βίος Men.Mon.298; εὔτακτος τὸν βίον, εὔτακτος τὴν δίαιταν, Plu.2.749d, D.L.2.25; περὶ τὸν βίον Hp. Medic.1.
2 especially of soldiers, etc., orderly, well-disciplined, Ar.V. 424, Th.2.89, IG7.1.7 (Megara, iv B.C.), etc.; πορεία Th.7.77: Comp., X.An.3.2.30; well-behaved, Epicur.Fr.217; name of a category of ἔφηβοι, IGRom.4.482 (Pergam., i B.C.); κατὰ χρόνους εὐτάκτους = at regular intervals, Sor.1.19.
II Adv. εὐτάκτως = in an orderly manner, Hp.Epid.1.6, Epicur.Fr.127, etc.; in order, A.Pers.399, Ar.Nu.964; regularly, of payments, PTeb.5.55 (ii B.C.), BGU1147.12 (i B.C.): Comp. εὐτακτότερον D.45.77; εὐτακτοτέρως X.Eq.Mag.2.7.

German (Pape)

[Seite 1101] wohl geordnet, dem ἄτακτος entgegengesetzt, bes. vom Heere, κέρας Aesch. Pers. 391; Ar. Vesp. 424; εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες, in guter Ordnung, Thuc. 2, 89; πόλις Ar. Av. 829; die Ordnung beobachtend, ordentlich, gehorsam. εὐτακτοτέρους καὶ εὐπειθεστέρους ποιεῖ Xen. Mem. 3, 5, 5; πορεία Thuc. 7, 77; πράξεις Hdn. 6, 1, 8; geziemend, σιωπή Posid. Ath. IV, 153 c; γυνὴ εὔτ. τὸν βίον, sittsam, Plut. amat. 2. – Adv. εὐτάκτως, βαδίζειν ἐν ταῖς ὁδοῖς εὐτ. Ar. Nubb. 964; ἕπεσθαιΧ. Xen. Cyr. 3, 3, 57; gehorsam, ποιεῖν τὸ παραγγελλόμενον An. 6, 6, 35; πείθεσθαι Mem. 3, 5, 18; ἐσθίειν Ael. N. A. 3, 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien rangé, en bon ordre;
2 fig. rangé, régulier, discipliné : εὔτακτος τὸν βίον PLUT d'une vie régulière;
Cp. εὐτακτότερος.
Étymologie: εὖ, τάσσω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτακτος:
1 благоустроенный, в котором царит полный порядок (πόλις Arph.);
2 упорядоченный, уравновешенный, правильный (τῶν ἀστέρων κίνησις Arst.; βίος Men., Plut.);
3 совершаемый в строгом порядке (πορεία Thuc.);
4 расположенный в строгом порядке: εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες Thuc. выстроившись у кораблей;
5 дисциплинированный (οἱ ἀρχόμενοι Xen.);
6 скромный, воздержный (εὔ. τὸν βίον γυνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτακτος: -ον, (τάσσω) ὁ ἐν καλῇ τάξει, τακτικός, πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 829 σιωπή Ποσειδώνιος παρ᾿ Ἀθην. 153C· βίος Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 298· εὔτ. τὸν βίον, τήν δίαιταν Πλούτ. 749D, Διογ. Λ. 2. 25. 2) ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, τακτικός, πειθαρχῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 424, Θουκ. 2. 89, κτλ.· πορεία ὁ αὐτ. 7. 77. - Συγκρ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 30. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 944· ἐν τάξει, Αἰσχύλ. Πέρσ. 399, Ἀριστοφ. Νεφ. 964. - Συγκρ. -ότερον, Δημ. 1125. 1· ἀλλ.· -τέρως Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτακτος, -ον)
1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος
2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός
μσν.-αρχ.
1. ο ταιριαστός
2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο
3. πειθαρχικός, τακτικός
αρχ.
(για στρατό) αυτός που βρίσκεται σε τάξη μάχης, ο παρατεταγμένος.
επίρρ...
ευτάκτως και εύτακτα (ΑΜ εὐτάκτως)
με τρόπο εύτακτο, σε τάξη
νεοελλ.-μσν.
με σεμνότητα, με σεβασμό
αρχ.
1. (για στρατό) σε τάξη
2. (για πληρωμές) κανονικά
3. πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακτός (< τάσσω)].

Greek Monotonic

εὔτακτος: -ον, τακτικός, μεθοδικός, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για στρατιώτες, τακτικός, πειθαρχημένος, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.
II. επίρρ. -τως, σε τάξη, τακτικά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· συγκρ. -ότερον, σε Δημ.· -τέρως, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-τακτος, ον
I. well-ordered, orderly, Ar.
2. of soldiers, orderly, well-disciplined, Ar., Thuc., etc.
II. adv. -τως, in order, Aesch., Ar.: comp. -ότερον Dem., -τέρως Xen.

Lexicon Thucydideum

bene ordinatus, compositus, well regulated, orderly, 2.89.9, 7.77.5.

Translations

orderly

Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی‎; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ