щедрость
Russian > Greek
μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, ἐλευθεριότης, φιλοδωρία, ἀφειδία, μεγαλοδωρεά, μεγαλοδωρία, πολυδωρία, χαριστικόν
μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, ἐλευθεριότης, φιλοδωρία, ἀφειδία, μεγαλοδωρεά, μεγαλοδωρία, πολυδωρία, χαριστικόν