f.l. for ἀβόρβορος.
[Seite 2] nicht barbarisch, Sonh. fr. 336, bei Poll. 9, 49.
ἀβάρβαρος: ον· οὐχὶ βάρβαρος· ἀλλ’ ἐν Σοφ. ἀποσπ. 336. ὁ Βλώμφ. ἔγραψεν ἀβόρβορον.