ἀβάρβαρος

English (LSJ)

f.l. for ἀβόρβορος.

German (Pape)

[Seite 2] nicht barbarisch, Sonh. fr. 336, bei Poll. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάρβαρος: ον· οὐχὶ βάρβαρος· ἀλλ’ ἐν Σοφ. ἀποσπ. 336. ὁ Βλώμφ. ἔγραψεν ἀβόρβορον.