ἀγαπησμός

English (LSJ)

ὁ, = ἀγάπησις (affection), Men. 453.

Spanish (DGE)

(ἀγᾰπησμός) -οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
amor Men.Fr.338, Fr.Lex.III.

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, dasselbe; τὸν ἐπὶ κακῷ γιγνόμενον ἀλλήλων ἀγ. Menand. B. A. 342.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπησμός: ὁ, σπανιώτερος τύπ., = τῷ προηγ., τὸν ἐπὶ κακῷ γιγνόμενον ἀλλήλων ἀγ., Μέναδρ. ἐν «Συναριστώσαις» 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰπησμός: ὁ Men. = ἀγάπησις.