ἀγελαρχέω

English (LSJ)

lead a herd or lead a company, Ph.1.679: c. gen., 1.658, Plu.Galb.17.

Spanish (DGE)

1 conducir el rebaño, pastorear abs. Ph.1.679, c. gen. ἀγέλης Ph.1.658
fig. τὴν ἀγελαρχοῦσαν τῶν παλλακίδων Plu.Galb.17.
2 desempeñar la jefatura o capitanía de una ἀγέλη o equipo de relevos en la carrera de antorchas ἀγελαρχήσαντα καὶ δραμόντα ἱερὰν λαμπάδαν SEG 38.1482.5 (Janto III d.C.).

German (Pape)

[Seite 11] an der Spitze einer Heerde, einer Schaar stehen, ἡ τῶν παλλακίδων ἀγελαρχοῦσα Plut. Galb. 17; Philo.

French (Bailly abrégé)

ἀγελαρχῶ :
conduire un troupeau.
Étymologie: ἀγελάρχης.

Russian (Dvoretsky)

ἀγελαρχέω: начальствовать, стоять во главе: ἡ τῶν παλλακίδων ἀγελαρχοῦσα Plut. главная из наложниц.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελαρχέω: ἄγω ἀγέλην, ἔχω τὴν ἀρχηγίαν ἀγέλης ἢ ὁμάδος, μετὰ γεν. Πλουτ. Γάλβ. 17, ἡ τῶν παλλακίδων ἀγελαρχοῦσα.

Greek Monotonic

ἀγελαρχέω: μέλ. -ήσω, είμαι αρχηγός ομάδας ή αγέλης, με γεν., σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀγελάρχης
to lead a company, c. gen., Plut.