ἀγελάρχης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἀγελάρχου, ὁ, (ἄρχω) leader of a flock or leader of a herd, Procl. in Cra.p.38 P.; ἀγελάρχης ταῦρος Luc.Am.22: generally, leader, captain, Plu.Rom.6; τῶν φιλοσοφίας ἐραστῶν Procl. in Prm.p.526S.:—also ἀγέλαρχος, ὁ, dub. l. in Ph.2.144.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I de anim. jefe de la manada ταῦρος ἀ. Luc.Am.22, τῶν τράγων Longus 2.31.2, del onagro Phys.A 31.3.
II de pers.
1 mayoral Plu.Rom.6, Ph.1.679.
2 fig. jefe, guía τῶν φιλοσοφίας ἐραστῶν Procl.in Prm.686, οἱ ἑαυτῶν ἀγελάρχαι Procl.in R.2.297, Procl.in Cra.38
•jefe o capitán del equipo de jóvenes que disputaba la carrera de antorchas SEG 38.1462.65 (Enoanda II d.C.), cf. Milet 6(2).596 (dud.), como glos. de βουαγόρ (q.u s.u. βουαγός) Hsch.
•de guías religiosos, de Cristo, Mac.Magn.Apocr.4.18 (p.195).
German (Pape)
[Seite 11] ὁ (ἄρχω), Heerdenführer, ταῦρος Luc. Amor. 22; Schaarenführer, Plut. Rom. 6; Philo.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef, conducteur d'un troupeau.
Étymologie: ἀγέλη, ἄρχω, être à la tête.
Russian (Dvoretsky)
ἀγελάρχης: ου ὁ
1 вожак стада (ἀ. ταῦρος Luc.);
2 начальник отряда (δίοποι καὶ ἀγελάρχαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάρχης: -ου, (ἄρχω) ὁ ὁδηγὸς ὁμάδος, ἀρχηγός, Πλουτ. Ῥωμ. 6· ἀγ. Ταῦρος. Λουκ. Ἔρωτ. 22: -αρχος, ὁ, Φίλων 2, 144. –αρχία, ἡ, ἀρχηγία ἀγέλης· Κ. Μανασ. σ. 91.
Greek Monotonic
ἀγελάρχης: -ου, ὁ (ἀγέλη, ἄρχω), οδηγός ομάδας ή αγέλης, αρχηγός, σε Πλούτ., Λουκ.